στύω

στύω
στύω, -ομαι
Grammatical information: v.
Meaning: `penem erigere, to be in erection' (Ar., Diog. Ep., Luc., AP).
Other forms: Aor. στῦσαι, pass. στυθῆναι, perf. ἔστῡκα.
Derivatives: στῦμα n. `erection' (Pl. Com.), στυτικός `causing an erection' (Phylarch.; v.l. στυπτ-). On στύμος see on στύπος (s. v.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Obcene word and as such avoided by the literary language. The verb means in origin `be stiff, erect' in gen. and has in this meaning a derivation in στῦλος (s. v.); beside it [in the zero grade?] σταυρός and with full grade στοά (s. vv.). Further forms w. lit. in WP. 2, 607f., Pok. 1008f. -- Cf. στύφω; s. also on στύραξ.
Page in Frisk: 2,816

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στύω — στύ̱ω , στύω make stiff pres subj act 1st sg στύ̱ω , στύω make stiff pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύω — ΝΑ (κυρίως το μέσ.) στύομαι έχω το πέος ή την κλειτορίδα τεντωμένα, έχω στύση, έχω διεγερθεί αρχ. (το ενεργ.) (κυρίως σχετικά με το γεννητικό μόριο) κάνω σκληρό ή κάνω να σηκωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στύω έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα στ …   Dictionary of Greek

  • στύηι — στύ̱ῃ , στύω make stiff pres subj mp 2nd sg στύ̱ῃ , στύω make stiff pres ind mp 2nd sg στύ̱ῃ , στύω make stiff pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύραξ — (I) ακος, ο, ΝΑ, και στύραξ, ἡ, Α βλ. στύρακας. (II) ακος, ο, ΝΑ (στην αρχαιότητα) το κάτω αιχμηρό άκρο τού δόρατος το οποίο έμπηγαν στο έδαφος, ο σταυρωτήρ* αρχ. κοντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στῠρ αξ (με επίθημα αξ, πρβλ. πίν αξ, χάρ αξ) ανήκει, κατά… …   Dictionary of Greek

  • στύοντα — στύ̱οντα , στύω make stiff pres part act neut nom/voc/acc pl στύ̱οντα , στύω make stiff pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐστύκαντι — ἐστύ̱καντι , στύω make stiff plup ind act 3rd pl (doric) ἐστύ̱καντι , στύω make stiff perf ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άστυτος — ἄστυτος, ον (AM) [στύω]. αυτός που δεν έχει στύσεις, ο σεξουαλικά ανίκανος …   Dictionary of Greek

  • αναστύφω — ἀναστύφω (Α) 1. γίνομαι κατηφής, μελαγχολικός 2. ανορθώνω το ανδρικό όργανο, στύω …   Dictionary of Greek

  • αστυτίς — ἀστυτίς ( ίδος), η (Α) [στύω] το μαρούλι, που το θεωρούσαν ως διουρητικό και αντιαφροδισιακό …   Dictionary of Greek

  • στυτικός — ή, ό / στυτικός, ή, όν, ΝΑ [στύω, στύομαι] αυτός που προκαλεί στύση τού πέους, διεγερτικός τής αφροδίσιας ορμής …   Dictionary of Greek

  • στύλος — Πεδινός οικισμός (296 κάτ., υψόμ. 40 μ.), στην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 448 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, το Πρόβαρμα (72 κάτ., υψόμ. 100 μ.), ο Σαμωνάς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”